Η φύση ήταν ο καλύτερος “αναδασωτής” του Σέιχ-Σου, καθώς, 15 χρόνια μετά την καταστροφική πυρκαγιά που ξέσπασε στις 6 Ιουλίου του 1997, καίγοντας τα 16.640 από τα 26.098 στρέμματα του δάσους, “πρασίνισε” από μόνη της το περιαστικό δάσος της Θεσσαλονίκης.
Το παραπάνω συμπέρασμα προκύπτει από τη μεταπτυχιακή διατριβή, με θέμα “H συμβολή της φυσικής και τεχνητής αναγέννησης στην αποκατάσταση του πυρόπληκτου τμήματος του δάσους του Κέδρηνου Λόφου”, που εκπόνησε η δασολόγος- περιβαλλοντολόγος Χρυσούλα Χατζηχριστάκη, με επιβλέποντα τον καθηγητή του εργαστηρίου δασοκομίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεοχάρη Ζάγκα.
“Από την έρευνα, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως η εξέλιξη της φυσικής αναγέννησης είναι πολύ καλύτερη σε σχέση με την τεχνητή. Αξίζει να σημειωθεί πως στο σύνολο της αναγέννησης, το 78,6% προέρχεται από φυσική αναγέννηση των ειδών τραχείας πεύκης και του αειθαλούς κυπαρισσιού και μόνο το 21,4% προέρχεται από τεχνητώς εισαχθέντα είδη και κυρίως κυπαρίσσι της αριζόνας (18%)” εξηγεί η κ.Χατζηχριστάκη.
Το περιαστικό δάσος Θεσσαλονίκης αποτελείται από φυτείες κωνοφόρων ειδών και κυρίως τραχείας πεύκης. Η δημιουργία του ήταν μια προσπάθεια πολλών χρόνων, αλλά το 1982 υπέστη για πρώτη φορά την καταστροφική επίδραση της φωτιάς. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1997 και, ενώ η πορεία της φυσικής αναγέννησης ήταν αρκετά καλή, ξανακάηκε, με αποτέλεσμα να καταστραφεί το 60% της έκτασής του.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις επιστημόνων που επικαλείται η κ.Χατζηχριστάκη, οι περισσότερες φυτοκοινωνίες στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου μπορούν να αναγεννηθούν πλήρως σε ένα χρονικό διάστημα 5 έως 20 ετών μετά την πυρκαγιά.
“Η διαπίστωση αυτή φαίνεται πως ισχύει για την περιοχή του Κεδρηνού Λόφου, καθώς, σήμερα, 15 χρόνια μετά την πυρκαγιά, η φυσική αναγέννηση έχει πάει αρκετά καλά. Τα δασοπονικά είδη που κυριαρχούν σε μια περιοχή πριν από την πυρκαγιά είναι αυτά που εμφανίζονται την 1η μεταπυρική περίοδο και το οικοσύστημα επανέρχεται στην αρχική του δομή. Ιδιαίτερα στην περιοχή του Κεδρηνού Λόφου, που το προϋπάρχον οικοσύστημα ήταν ένα πευκοδάσος, με σποραδική μείξη κυπαρισσιού του αειθαλούς, η παραπάνω διαπίστωση φαίνεται πως ισχύει απόλυτα” αναφέρει η δασολόγος.
Όπως διαπιστώνεται στη μελέτη, στην περιοχή του Κεδρηνού Λόφου κατά τις αναδασώσεις που διενεργήθηκαν την πρώτη μεταπυρική περίοδο, χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλο ποσοστό, περίπου 30%, πλατύφυλλα είδη. Τα είδη αυτά, όμως, δεν κατάφεραν να ευδοκιμήσουν, κάτι που οφείλεται στην υποβάθμιση που είχε υποστεί το έδαφος αμέσως μετά την πυρκαγιά. Και σήμερα ακόμη, τα εναπομείναντα άτομα δρυός υπολείπονται πολύ σε ανάπτυξη σε σύγκριση με άλλα δασοπονικά είδη. Άλλη αιτία αποτυχίας της εγκατάστασης των πλατύφυλλων ειδών, πιθανόν να αποτελεί η πυκνότητα του φυτευτικού υλικού και η μη τήρηση των κανόνων φύτευσης.
Μόνο ντόπια είδη για την αναγέννηση του δάσους
“Σήμερα, εφαρμόζοντας τη Δασοπονία πολλαπλών σκοπών (προστασία, αναψυχή, παραγωγή ξύλου, κ.λπ.) με τους κατάλληλους δασοκομικούς χειρισμούς μπορούμε να συμβάλλουμε στη διαμόρφωση των συστάδων, με σκοπό τη βελτίωση και ανάπτυξη των δασών και χώρων αναψυχής ώστε οι λειτουργίες του δάσους να ικανοποιούν το δυνατό περισσότερο τις ολοένα αυξανόμενες κοινωνικές ανάγκες” εκτιμά η κ. Χατζηχριστάκη, προτείνοντας την μείξη πλατύφυλλων και κωνοφόρων ειδών, που θα προσφέρει αρχικά καλύτερες συνθήκες εδάφους, καθώς επίσης και ανάδειξη των στοιχείων του τοπίου, όπως η μορφή, η γραμμή, το χρώμα και η υφή.
Ξεκαθαρίζει, όμως, ότι “σε οποιαδήποτε προσπάθεια μείξης, θα πρέπει να αποφεύγεται η εισαγωγή ξενικών ειδών, καθώς έχει αποδειχθεί ότι η εισαγωγή μη αυτόχθονου γενετικού υλικού σε μια περιοχή, οδηγεί σε δυσπροσαρμοστικότητα στις τοπικές περιβαλλοντικές συνθήκες και συνεπάγεται μείωση της επιβίωσης και ανάπτυξής τους”.
Αυτή η διαπίστωση φαίνεται πως ισχύει και για την περιοχή του Κεδρηνού Λόφου, στην οποία εισήχθησαν τόσο ιθαγενή όσο και ξενικά κωνοφόρα και πλατύφυλλα είδη. Τα πλατύφυλλα είδη στο σύνολό τους δεν κατάφεραν να επιβιώσουν σε αντίθεση με τα κωνοφόρα, τα οποία συμμετέχουν στη σημερινή σύνθεση του δάσους.
Συμπερασματικά, η κ.Χατζηχριστάκη υπογραμμίζει ότι η συμπλήρωση της αναγέννησης, όπου αυτή έχει αποτύχει, με τη χρησιμοποίηση ιθαγενών πλατύφυλλων ειδών, τα οποία θα συμβάλλουν στη συμπλήρωση των διάκενων και στη βελτίωση τόσο των εδαφικών συνθηκών όσο και της αισθητικής του τοπίου, θα πρέπει να αποτελεί τη μόνη τεχνητή επέμβαση από δω και στο εξής στο μέλλον.
“Δυστυχώς, δαπανήθηκαν πολύτιμοι πόροι χωρίς το αναμενόμενο αποτέλεσμα και, πολλές φορές, προκλήθηκε οικολογική ζημιά, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση την εκτεταμένη χρήση του κυπαρισσιού της αριζόνας. Τα παραπάνω θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί εάν είχε αξιοποιηθεί η επιστημονική γνώση του επιστημονικού της Σχολής Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος και του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκης” καταλήγει, προβάλλοντας εκ νέου την ανάγκη σχεδιασμού της αποκατάστασης των πυρόπληκτων περιοχών από τους πλέον ειδικούς επιστήμονες.
Πηγή: http://www.kala-nea.gr/archives/29708