(Το κείμενο αυτό γράφτηκε ως απάντηση στο άρθρο 'Ολοκληρώνεται το σκάνδαλο με τους ιδιώτες θηροφύλακες', που αναδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα από την εφημερίδα ΚΟΝΤΡΑ.)
Η προσέγγιση του (ανώνυμου) αρθρογράφου στο συγκεκριμένο κείμενο κινείται μεταξύ άγνοιας και εμπάθειας. και σε καμία περίπτωση δε δικαιολογεί τον τίτλο της ιστοσελίδας από την οποία προήλθε (εξέγερση). Δεν είναι το ότι έχω διαφορετική άποψη, είναι το ότι κάθε «εξέγερση» είναι καταδικασμένη όταν βασίζεται σε ημιμάθεια και ακόμη χειρότερα σε αυθαίρετη ερμηνεία της πραγματικότητας, βασισμένη στην εμπάθεια αντί για τα επιχειρήματα.
Η στρέβλωση της πραγματικότητας, να παρουσιάζεται δηλαδή ευνοημένος κάποιος που καλείται να καλύψει τα σπασμένα που άφησε πίσω της η διάλυση θεσμών και Υπηρεσιών και το κυριότερο να εντάσσονται οι όποιες αποφάσεις για τους θηροφύλακες των κυνηγητικών οργανώσεων σε «στρατηγικά σχέδια του αγγλογερμανικού άξονα» και λοιπά φαιδρά, περισσότερο σε μεσαιωνικό σκοτάδι παρά σε εξέγερση παραπέμπουν.
Για να μη μακρηγορώ, αναφέρω τα εξής:
Οι κυνηγετικές οργανώσεις είναι τα μοναδικά σωματεία ιδιωτικού δικαίου που ασχολούνται άμεσα με το φυσικό περιβάλλον της χώρας και ελέγχονται στη διαχείριση των εσόδων τους (που πηγάζουν από την έκδοση/ανανέωση των αδειών θήρας κάθε χρόνο) από τη Δασική Υπηρεσία. Τα μόνα σωματεία δηλαδή των οποίων τον προϋπολογισμό και απολογισμό εγκρίνει εξολοκλήρου η αρμόδια Ελληνική Δημόσια Υπηρεσία.
Από τα 100 περίπου ευρώ που κοστίζει η ετήσια ανανέωση μίας άδειας θήρας, τα μισά πάνε στο πράσινο ταμείο το οποίο με νόμο του 2011 αν θυμάμαι καλά διατηρεί μόνο το 5% των εσόδων του (το 95% εντάσσονται στο γενικό προϋπολογισμό). Τα υπόλοιπα κατανέμονται στις 3 βαθμίδες των κυνηγετικών οργανώσεων (Σύλλογοι, Ομοσπονδίες, Συνομοσπονδία).
Οι κυνηγετικές οργανώσεις είναι τα μόνα σωματεία ιδιωτικού δικαίου που ασχολούνται άμεσα με το περιβάλλον τα οποία υποχρεούνται από το νόμο να διαθέτουν τουλάχιστον το 50% των εσόδων τους σε φιλοθηραματικές δράσεις. Δράσεις δηλαδή που να ενισχύουν το θηραματικό κεφάλαιο της Ελλάδας, από το οποίο στα πλαίσια του νόμου, οι κυνηγοί καρπώνονται ένα ποσοστό, με στόχο τη διατήρηση της πληθυσμιακής αφθονίας των θηρεύσιμων ειδών στο διηνεκές.
(Σκεφτείτε να δίνανε οι ψαράδες, οι υλοτόμοι, οι κτηνοτρόφοι κλπ τα μισά τους έσοδα για τη διατήρηση του ανανεώσιμου φυσικού πόρου που (δικαίως) καρπώνονται.)
Στα πλαίσια αυτά, οι κυνηγετικές οργανώσεις, με σημαντικό ποσοστό των παραπάνω χρημάτων (περίπου 50%) απασχολούν περί τους 300 ομοσπονδιακούς θηροφύλακες ανά την Ελλάδα, οι οποίοι βρίσκονται, ακόμη και σήμερα (που τα περισσότερα δασαρχεία δεν έχουν καύσιμα ή/και προσωπικό), σε καθημερινή βάση στο ύπαιθρο. Οι θηροφύλακες δεν αντικαθιστούν αλλά συμπληρώνουν – ενισχύουν το έργο της δασικής υπηρεσίας στην πάταξη της λαθροθηρίας.
Πληρώνονται από τους κυνηγούς για να φυλάνε πρώτα απ' όλα τους ίδιους, διαδικασία που δεν εφαρμόζεται σε κανέναν άλλο τομέα, επαγγελματικό ή ερασιτεχνικό στην Ελλάδα. Οι μηνύσεις και οι καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν στο ενεργητικό τους τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά αποδεικνύουν περίτρανα το αν «βάλαμε το λύκο να φυλάει τα πρόβατα» ή όχι.
Το αν ο εκάστοτε Υπουργός χρησιμοποιεί, αξιοποιεί, εκμεταλλεύεται ή όπως θέλει να το πει καθένας τους θηροφύλακες, δεν έχει καμία μα καμία σχέση με το έργο που παράγουν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι.
Εκτός των παραπάνω, είναι τελείως εκτός λογικής και επιστήμης, κάθε άποψη που θέλει τις κυνηγητικές οργανώσεις να θέλουν να «αφανίσουν» τα θηράματα, γιατί απλούστατα θα έμεναν άμεσα χωρίς αντικείμενο. Δεν αναφέρομαι σε κάποιον κυνηγό μεμονωμένα, αλλά στις οργανώσεις των κυνηγών, οι οποίες αποτελούν το δεύτερο μετά τη Δασική Υπηρεσία φορέα σε αριθμό απασχολούμενων δασολόγων στις τάξεις τους και αποτελούν σωματεία συνεργαζόμενα και εποπτευόμενα από το ΥΠΕΚΑ και τη Δασική Υπηρεσία. Αν δε μπορεί κάποιος εύκολα να πειστεί για τις προθέσεις των κυνηγών, ελπίζω να μπορεί να δει πως υπό τις παραπάνω συνθήκες μοναδικός και συνειδητά απόλυτα ωφελιμιστικός στόχος των κυνηγετικών οργανώσεων είναι η διατήρηση ή/και η αύξηση των πληθυσμών των θηρεύσιμων ειδών και όχι ο αφανισμός τους.
Έτσι οι αναφορές του τύπου «βάλανε το λύκο να φυλάει τα πρόβατα» και από «ελεγχόμενοι οι κυνηγοί γίνανε ελεγκτές», κινούνται αποκλειστικά μεταξύ γραφικότητας και εμπάθειας και σε καμία περίπτωση δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα.
Οι «προοδευτικοί» που καταδικάζουν απερίφραστα κάθε μορφή κυνηγιού, είτε νόμιμη είτε παράνομη, αν μπορέσουν ποτέ να κοιτάξουν λίγο βαθύτερα και χωρίς συναισθηματικές και λοιπές αγκυλώσεις τη δομή, τη διάρθρωση και τη λειτουργία των κυνηγετικών οργανώσεων θα διαπιστώσουν πως παρά το συντηρητισμό, και όλα τα κακά του σύγχρονου «Ελληνικού» τρόπου σκέψης (από τα οποία σίγουρα δεν ξεφεύγει κανένας φορέας ή συλλογικότητα), είναι τα μοναδικά σωματεία τα οποία εφαρμόζουν στην πράξη την πολυπόθητη (για τους προοδευτικούς τουλάχιστον) «αυτοδιαχείριση». Και μάλιστα υπό τον απόλυτο έλεγχο της αρμόδιας Ελληνικής Δημόσιας Υπηρεσίας. Προκαλώ οποιονδήποτε έχει διαφορετική άποψη να φέρει έστω ένα παράδειγμα φορέα που ασχολείται άμεσα με τη φύση, δίνει τα μισά του έσοδα στο κράτος (χωρίς να εισπράττει τίποτα ανταποδοτικά), πληρώνει από τα υπόλοιπα τα άλλα μισά για να φτιάξει ελεγκτικό μηχανισμό δικό του προς ενίσχυση του αντίστοιχου Δημόσιου, (που έχει απαξιωθεί από τους πολιτικούς και τις συνθήκες) και το κυριότερο τελεί υπό τον απόλυτο έλεγχο της αρμόδιας Υπηρεσίας σε ετήσια βάση με πλήρη διαφάνεια στη διαχείριση των οικονομικών του. Αξίζει δε να τονιστεί πως όλα τα παραπάνω γίνονται χωρίς την παραμικρή εμπλοκή κομμάτων και λοιπών χρεωκοπημένων εξαρτήσεων.
Οι θηροφύλακες των κυνηγετικών οργανώσεων σε πολλές περιπτώσεις "αξιοποιούνται" και θεσμικά όπως συμβαίνει τώρα με την επιτήρηση της λύσσας όπου στα σχετικά συνεργεία «παθητικής επιτήρησης της λύσσας» υπάρχουν ένας Δασικός Υπάλληλος, ένας Ομοσπονδιακός Θηροφύλακας και μέχρι δύο κυνηγοί.
Βγαίνουν να συλλέξουν νεκρές αλεπούδες, πιθανόν λυσσασμένες, χωρίς να τους έχει δώσει κανείς, πλην των κυνηγετικών οργανώσεων ούτε ένα ζευγάρι γάντια.
Βγαίνουν νυχτερινά περίπολα (καμία υπηρεσία σχετική με το περιβάλλον δεν έχει για νυχτερινά σήμερα) και πάνε με "όπλο" ένα φακό και μόνη προστασία ένα αλεξίσφαιρο, να συλλάβουν λαθροθηρες που χρησιμοποιούν φυσίγγια που σκοτώνουν άνθρωπο σε αποστάσεις μεγαλύτερες των 100μ. Κινούνται καθολη τη διάρκεια του χειμώνα εκεί που δεν υπάρχει πλέον κάνεις ελεγκτικός μηχανισμός, με κρύα, χιόνια και βροχές.
Και για τα παραπάνω δεν έχει γίνει ποτέ κάποια αναφορά από τους «οικολόγους του προοδευτικού χώρου» ή τις περιβαλλοντικές ΜΚΟ. (Μήπως επειδή δε συμφέρει, όταν ταυτίζουν την προστασία με την κατάργηση του νόμιμου κυνηγιού σε αντίθεση με κάθε Ευρωπαϊκή κλπ οδηγία και πραγματικότητα;)
Μόλις όμως φανεί να παίρνουν κάποιο παραπανίσιο δικαίωμα οι θηροφύλακες (υποχρέωση και ευθύνη στην ουσία), βγαίνουν πολλοί που τη φύση τη βλέπουν μόνο κλαδικά ή/και ωφελιμιστικά ή/και συναισθηματικά, να ρίξουν λάσπη στο μοναδικό φορέα που με ίδιους πόρους καταφέρνει περισσότερα από άλλους, θεσμικούς και μη που πληρώνονται για, ή έστω καυχώνται πως, προστατεύουν το περιβάλλον χωρίς όπως είναι προφανές να μπορούν να το κάνουν πράξη.
Είναι ιδιαίτερα προκλητικό για τους κυνηγούς, να προσφέρονται εθελοντικά για να καλύψουν τα θεσμικά κενά στη διαχείριση της Ελληνικής φύσης, και να βλέπουν να κατηγορούνται κι από πάνω για συντεχνίες κλπ, στη χώρα που κάθε άσχετος γίνεται κριτής των πάντων με αποτέλεσμα τον πλήρη αποπροσανατολισμό της κοινωνίας.
Το "λαβράκι" που ανακάλυψε ο αρθρογράφος, αν είχε κάνει την έρευνα που πρέπει να κάνει κάθε δημοσιογράφος πριν δημοσιεύσει κάτι και πολύ περισσότερο πριν προβεί σε αναφορές που συνιστούν συκοφαντική δυσφήμιση, θα έβλεπε πως είναι ανύπαρκτο.
Στην παρ. 8 του άρθρου 271 του ν.δ. 86/1969 (Α.7) αυτό που προστίθεται είναι το γεγονός πως οι θηροφύλακες που προσλαμβάνονται από τις κυνηγητικές οργανώσεις και πληρώνονται από τους κυνηγούς με συνθήκες ιδιωτικού δικαίου, (πλην όμως εποπτευόμενες από το ΥΠΕΚΑ και τη Δασική Υπηρεσία), «υπάγονται στον αρμόδιο φορέα για την προστασία και διαχείριση των δημοσίων δασών της χώρας, η διάθεση δε αυτών γίνεται με απόφαση της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας».
Δηλαδή οι Θηροφύλακες (που είναι ιδιωτικοί υπάλληλοι) στις περιπτώσεις που το επιτρέπει ο εργοδότης τους (η Κυνηγετική Συνομοσπονδία), θα υπάγονται επιχειρησιακά στον αρμόδιο φορέα για την προστασία και διαχείριση των δημοσίων δασών της χώρας για θέματα προστασίας του περιβάλλοντος. Δεν είμαι νομικός για να ερμηνεύσω 100% την προσθήκη αλλά προς αυτή την κατεύθυνση βρίσκεται η ουσία της.
Αν υπάρχει και άλλος ιδιωτικός φορέας περιβαλλοντική ΜΚΟ ή άλλο που δέχεται να διαθέσει τους υπαλλήλους που πληρώνει και μάλιστα σε νυχτερινά για να εντοπίζουν, και να χειρίζονται ζώα ύποπτα για θανατηφόρο νόσο, χωρίς ούτε καύσιμα, ούτε ένα ζευγάρι γάντια από το Δημόσιο, όπως κάνει σήμερα η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδος παρακαλώ να με ενημερώσετε.
Καταλήγοντας, θέλω να τονίσω το εξής: Οι κυνηγετικές οργανώσεις είναι όπως ανέφερα παραπάνω μετά τη Δασική Υπηρεσία, ο φορέας που απασχολεί τους περισσότερους δασολόγους και δασοπόνους. Η στάση που κρατούν σε θέματα δικαιωμάτων των υπαλλήλων τους παραπέμπει σε άλλη χώρα και όχι στην Ελλάδα της χρεωκοπίας. Δε λέω πως δεν έχουν τα στραβά τους, αλλά συγκρινόμενες με τους περισσότερους άλλους φορείς που ασχολούνται με το φυσικό περιβάλλον είναι μακράν οι φορείς που εξασφαλίζουν περισσότερο από όλους τα δικαιώματα των εργαζομένων τους. Θεωρώ στα παραπάνω πλαίσια και χωρίς καμία διάθεση να γλείψω, να ενοχλήσω ή να αντιπαρατεθώ (δεν είναι καιροί για τέτοια) παρά μόνο να αποδείξω, πως είναι άστοχο το να αναρτώνται κείμενα που χαρακτηρίζονται από προφανή εμπάθεια απέναντι στις Κυνηγετικές Οργανώσεις στη συγκεκριμένη ιστοσελίδα των δασολόγων για την οποία έχω ειλικρινά την καλύτερη άποψη και για την οποία συγχαίρω ακόμη μια φορά τους συντελεστές της, χωρίς τουλάχιστον να δίνεται εκ των προτέρων η δυνατότητα στους θιγόμενους να απαντήσουν.
Είναι προς όφελος των Δασολόγων να ενημερωθούν εμπεριστατωμένα και αντικειμενικά σχετικά με τη λειτουργία των Κυνηγετικών Οργανώσεων.
Προτείνω επομένως στο μέλλον, τόσο γενικά, όσο και ειδικά σε ότι αφορά στις κυνηγετικές οργανώσεις, όταν αναρτώνται κείμενα που κινούνται στα όρια της συκοφαντικής δυσφήμισης, όπως το συγκεκριμένο που στάθηκε αφορμή για αυτές τις γραμμές, να γίνεται μία ενημέρωση έστω με ένα email σε κάποια κυνηγετική οργάνωση, έτσι ώστε η όποια πληροφορία να μπορεί να δίνεται σφαιρικά προς όφελος όλων.
Προς αποφυγή παρεξηγήσεων και επειδή δεν έχω κανένα λόγο να το κρύψω, ενημερώνω πως εργάζομαι στις κυνηγετικές οργανώσεις εδώ και 8 χρόνια. Η παρέμβασή μου όμως αυτή γίνεται με ατομική πρωτοβουλία και με σκοπό την αντικειμενική προσέγγιση στο θέμα της θηροφυλακής και των κυνηγετικών οργανώσεων. από τις οποίες πολλοί «παίρνουνε» (υπηρεσίες υψηλού κινδύνου) αλλά κανένας δε «δίνει» (έστω αναγνώριση).
Α. Γκάσιος