Την ανάγκη περιβαλλοντικής συνειδητοποίησης και δραστηριοποίησης των Ελλήνων πολιτών, με την ενεργό συμμετοχή τους για την προστασία του περιβάλλοντος επισημαίνει ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Νίκος Δένδιας με άρθρο στην Καθημερινή της Κυριακής με τίτλο: «Δέκα εκατομμύρια πυροφύλακες».
«Σε αυτή την πολύ δύσκολη συγκυρία, η κυρίαρχη ελπίδα είναι η ανάληψη ενεργού ρόλου από τους πολίτες, όχι βέβαια υποκαθιστώντας το κράτος, αλλά δρώντας συμπληρωματικά στις δικές του δομές» διευκρινίζει ο κ. Δένδιας.
«Από εμάς τους ίδιους και από την αλλαγή της νοοτροπίας μας εξαρτάται κατά μέγα μέρος εάν το φετινό καλοκαίρι θα επιτύχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα στη διάσωση του φυσικού περιβάλλοντος. Ή αν αντιθέτως θα εξακολουθήσουμε να τα «φορτώνουμε» όλα στο ανήμπορο κράτος» αναφέρει χαρακτηριστικά ο υπουργός.
Το άρθρο του υπουργού Δημόσιας Τάξης αναλυτικά:
«Είναι κοινοτοπία να αναφερθούμε αναλυτικά στους τομείς στους οποίους η Ελλάδα σήμερα αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις, εν μέσω της δεινής οικονομικής κρίσης. Δυστυχώς, είναι πολλές οι περιπτώσεις στις οποίες η χώρα είναι αναγκασμένη να πορεύεται με σχέδιο ανάγκης, μέχρι οι συνθήκες να επιτρέψουν κτήση των υλικών πόρων που να εξασφαλίζουν βέλτιστη αντιμετώπιση.
»Αλλά η οικονομική συγκυρία δεν επιτρέπεται να συνιστά παράγοντα υπεκφυγής από τις ευθύνες μας ούτε πρέπει να μετατραπεί σε άλλοθι αδράνειας. Υπάρχουν αντικείμενα της κυβερνητικής, όπως και της συλλογικής κοινωνικής δράσης, στα οποία δεν χωρούν ελαφρυντικά σε περίπτωση μιας ατυχούς και επιπόλαιης διαχείρισης. Χωρίς αμφιβολία, στα αντικείμενα αυτά συγκαταλέγεται η προστασία του εναπομείναντος δασικού πλούτου της χώρας, ιδίως από την «εθιμική» απειλή καταστροφής του κάθε καλοκαίρι. Την προσπάθεια προστασίας καθιστά δυσκολότερη η διαχρονικά προβληματική αντίληψη του Ελληνα πολίτη για την ανάγκη προάσπισης και προστασίας του δημόσιου χώρου, από τη γέννηση του νέου ελληνικού κράτους μέχρι και σήμερα.
»Νομίζω ότι η ελληνική κοινωνία έχει φθάσει σε σημείο ωρίμανσης που επιτρέπει να αντιληφθούμε ότι η διατήρηση της φυσικής κληρονομιάς είναι μέρος της προστασίας της ευρύτερης εθνικής μας ταυτότητας. Το ερώτημα «τι είναι η πατρίδα μας;», όσο υπεραπλουστευτικό κι αν ακούγεται σήμερα, ως προϊόν ερώτησης προερχόμενης από αναγνωστικό δημοτικού σχολείου, στη δυνητική απάντησή του συμπυκνώνει μια πραγματικότητα: κάθε χώρα ορίζεται και από το τοπίο της. Η διατήρηση της αισθητικής ισορροπίας την οποία το φυσικό περιβάλλον συνεπάγεται είναι αυτή που προσδιορίζει την αρμονία της ένταξης του αστικού χώρου σε μια περιοχή, αλλά και την ψυχική ισορροπία των κατοίκων, για να μην πω και την πνευματική ζωή, και τα προϊόντα της. Η διατάραξη αυτής της αρμονίας, επειδή κάηκαν τα δάση ή επειδή τσιμεντένιοι όγκοι «ξεφύτρωσαν» σε καμένες εκτάσεις και αλλοιώνουν βάρβαρα τη φυσιογνωμία μιας περιοχής, δεν συνιστά απλώς αισθητική ανορθογραφία. Επηρεάζει και την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη, ενώ μειώνει δραματικά ή αλλοιώνει ποιοτικά την επισκεψιμότητα, εάν πρόκειται για τουριστικό προορισμό. Δημιουργείται δηλαδή ένας συνδυασμός άυλων και υλικών συνεπειών από μια τέτοια βίαιη παρέμβαση στο περιβάλλον. Η προστασία του λοιπόν αποκτά στις μέρες μας διάσταση διάσωσης της ευρύτερης πολιτισμικής μας κληρονομιάς και ταυτότητας, και όχι απλώς της διατήρησης συγκεκριμένων περιβαλλοντικών στοιχείων.
»Ακριβώς λόγω της σημασίας που έχει η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος για την πολιτισμική μας ταυτότητα, αλλά και την αειφόρο ανάπτυξη, είναι αυτονόητο ότι και αυτό το καλοκαίρι η πολιτεία οφείλει να πράξει το καθήκον της, παρά τις τεράστιες δυσκολίες που δημιουργεί η οικονομική συγκυρία. Το γεγονός ότι τα δύο τρίτα των εναέριων μέσων της χώρας δύνανται να επιχειρούν υπό προϋποθέσεις, κατάσταση που δεν μπορεί να διορθωθεί άμεσα, δεν απαλλάσσει των ευθυνών της την ελληνική πολιτεία. Δεν απαλλάσσει όμως από τις ευθύνες της και την ελληνική κοινωνία, η οποία οφείλει να εκδηλώνει τη μέριμνά της είτε μέσα από μορφές συλλογικής δράσης (αυτοδιοίκηση, σύλλογοι κ.λπ.) είτε μέσω της ατομικής δράσης του κάθε πολίτη.
»Σε αυτή την πολύ δύσκολη συγκυρία, η κυρίαρχη ελπίδα είναι η ανάληψη ενεργού ρόλου από τους πολίτες, όχι βέβαια υποκαθιστώντας το κράτος, αλλά δρώντας συμπληρωματικά στις δικές του δομές, στον βαθμό που ο καθένας μπορεί ή είναι εκπαιδευμένος να το πράξει. Η πατρίδα μας χρειάζεται σήμερα 10 εκατομμύρια πυροφύλακες που θα επιτηρούν ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο και θα προειδοποιούν έγκαιρα για την εκδήλωση πυρκαγιάς. Πρέπει να περάσουμε από την παρακμιακή νοοτροπία του «κάθομαι στο καφενείο και παίρνω ίσως, αν δεν βαριέμαι, τηλέφωνο την Πυροσβεστική» στην καθολική συστράτευση των πολιτών απέναντι στον υπαρκτό και παρόντα κίνδυνο. Πρέπει να επιστρέψουμε και πάλι στην ελληνική παράδοση της αλληλεγγύης της κοινότητας, στην εποχή που το χτύπημα της καμπάνας σήμαινε διακοπή κάθε ατομικής απασχόλησης και αυτόβουλη συνδρομή στην αντιμετώπιση της κοινής ανάγκης. Πρόκειται για το μοντέλο που εμείς οι Ελληνες εφηύραμε, αλλά το εγκαταλείψαμε στην πορεία της συλλογικής μας υλικής και ηθικής παρακμής. Αντιθέτως, επιβίωσε στη δυτική Ευρώπη με τη μορφή των εθελοντών πυροσβεστών και αξιοποιήθηκε από τις αρχές άλλων κρατών.
»Στην κατεύθυνση αυτή, της ενθάρρυνσης του εθελοντισμού, αλλά και της καλύτερης συνεργασίας με τις εθελοντικές οργανώσεις στη χώρα μας, κινείται το νομοθέτημα για την αναδιάρθρωση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, το οποίο ήδη είναι σε δημόσια διαβούλευση και επίκειται η κατάθεσή του στη Βουλή, αλλά και πλείστες όσες δράσεις του υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η συμμετοχή όλων των πολιτών στη διαφύλαξη του περιβάλλοντος, πέραν των άλλων, συνιστά και παιδευτική διαδικασία, ιδίως για τις νεότερες γενιές. Δεν είναι θέμα νομικού πλαισίου η αξιοποίηση των εθελοντών και η ενεργός συνεισφορά τους στην προστασία του περιβάλλοντος. Είναι κυρίως θέμα αξιολόγησης της ίδιας της κοινωνίας για το τι συνιστά κοινό παρονομαστή της συλλογικής προσπάθειας για επιβίωση και προκοπή. Από εμάς τους ίδιους και από την αλλαγή της νοοτροπίας μας εξαρτάται κατά μέγα μέρος εάν το φετινό καλοκαίρι θα επιτύχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα στη διάσωση του φυσικού περιβάλλοντος. Ή αν αντιθέτως θα εξακολουθήσουμε να τα «φορτώνουμε» όλα στο ανήμπορο κράτος και να αποδίδουμε στον παράγοντα «τύχη» την καταστροφή όσων άλλες πτωχότερες, με λιγότερα μέσα, αλλά ικανότερες και ηθικά πιο ρωμαλέες γενιές Ελλήνων, μας παρέδωσαν προς φύλαξη.»