Του Νίκου Βίττη.
Υποτίθεται –βάσει του Συντάγματος- πως το κράτος έχει υποχρέωση να προστατεύει το περιβάλλον. Στο πλαίσιο αυτό τα χρήματα που προέρχονται από δραστηριότητες που σχετίζονται με τα δάση χρηματοδοτούν τα έργα καθαρισμού των δασών, τα δασοτεχνικά έργα, την κατάρτιση των δασικών χαρτών για να αναφέρουμε μερικά.
Υποτίθεται, εξαιτίας της ίδιας συνταγματικής υποχρέωσης, -αλλά και βάσει της Αρχής του ευρωπαϊκού δικαίου «ο ρυπαίνων πληρώνει»-, εάν κάποιος ρυπαίνει ή υποβαθμίζει το περιβάλλον το πρόστιμο που εισπράττεται από τον παρανομούντα πηγαίνει για την αποκατάσταση του περιβάλλοντος ή σε έργα αναβάθμισης, ή έργα προστασίας του.
Υποτίθεται –βάσει πάλι του Συντάγματος- ότι όλοι συνεισφέρουν στο να δημιουργηθούν οι κοινόχρηστοι χώροι και να κατασκευαστούν βασικά έργα υποδομής. Τα χρήματα που δόθηκαν και δίνονται, επιστρέφουν με τη μορφή αποζημιώσεων για την απαλλοτρίωση των αναγκαίων χώρων και για να κατασκευαστούν οι δρόμοι, το δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης.
Υποτίθεται –επίσης- ότι τα χρήματα από το κλείσιμο των ημιυπαιθρίων και της αναστολής κατεδάφισης των αυθαιρέτων, καθώς οι διαθέσιμοι πόροι δεν επαρκούσαν για τις απαλλοτριώσεις και πολλοί κοινόχρηστοι χώροι μετατρέπονταν σε οικοδομήσιμους, θα πήγαιναν –βάσει των προαναφερθέντων συνταγματικών υποχρεώσεων του κράτους- να δοθούν για να μην ανατραπεί ο πολεοδομικός σχεδιασμός, αυτός τέλος πάντων που υπάρχει.
Όταν όμως στα χρήματα που δίνουν οι πολίτες και οι επιχειρήσεις για τους παραπάνω λόγους, τα οποία είναι αντισταθμιστικά, μπαίνει πλαφόν στη δυνατότητα χρησιμοποίησής τους –για να φανούν σύμφωνα με τη ρήση του υπουργού περιβάλλοντος «ως μειωτικό του ελλείμματος»- τότε ανοίγουμε ακόμη περισσότερο τις «προοπτικές» υποβάθμισης της ζωής μας. Βάζουμε συνεχώς τρικλοποδιά στον εαυτό μας.
Αν δεν δοθούν αρκετά χρήματα για δασοπροστασία αυξάνουμε τις πιθανότητες πυρκαϊάς στα δάση ή της γρήγορης εξάπλωσής της. Η ζημία είναι πολλαπλάσια μεγαλύτερη από το κόστος των έργων που απαιτούνται για την αποκατάσταση των καμένων δασών.
Αν δεν μπορούν να εκταμιευτούν χρήματα για την άμεση αντιμετώπιση ενός ατυχήματος ή εσκεμμένης ρύπανσης του περιβάλλοντος λόγω του πλαφόν, ποιος θα αναλάβει το κόστος των επιπτώσεων στο περιβάλλον και στην υγεία; Θα δοθούν από τον προϋπολογισμό ή δεν θα δοθούν καθόλου;
Αν δεν απαλλοτριωθούν οι προβλεπόμενες στο σχέδιο πόλης κοινόχρηστες ή κοινωφελείς, δεν θα έχουμε πάρκα ή σχολεία ή δρόμους, ενώ κάποιοι θα έχουν βόθρους ακόμα στο κέντρο της πόλης ή θα έχουν νερό από γεώτρηση. Υπάρχουν ακόμη ιδιοκτήτες γης που αν και οι ιδιοκτησίες τους είναι σε κοινή χρήση, έχει καθοριστεί η τιμή της αποζημίωσης, αλλά το κράτος δεν την έχει καταβάλει, άσχετα τι λέει το Σύνταγμα, με νέα διάταξη αίρεται αυτοδίκαια η απαλλοτρίωση.
Πέρα από το τι λέει το Σύνταγμα, η σύμβαση δικαιωμάτων του ανθρώπου, ή το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, το να περιορίζεις τη δυνατότητα αναβάθμισης του περιβάλλοντός μας, τη δυνατότητα αντιμετώπισης περιβαλλοντικών κρίσεων στο όνομα της «δημιουργικής λογιστικής», αφενός θίγει το δικαίωμά μας στο περιβάλλον και αφετέρου προσβάλλει τη νοημοσύνη μας. Γιατί τα χρήματα που είναι απαραίτητα για τις περιβαλλοντικές δράσεις και δίνονται από το Πράσινο Ταμείου δεν μπορούν να ξεπεράσουν τα έσοδα του. Αν το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού καλύπτεται από τα υπόλοιπα έσοδα του Κράτους, τότε όσα χρήματα κι αν εκταμιεύονται από το Πράσινο Ταμείο δεν δημιουργούν καμία λογιστική τρύπα στον προϋπολογισμό. Συνεπώς το πρόβλημα είναι αλλού. Το έλλειμμα του προϋπολογισμού. Και ίσως το επόμενο βήμα, μετά το πλαφόν, να είναι η μεταφορά των χρημάτων αυτών για την κάλυψη της τρύπας. Κακοδιοίκηση είναι το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς; Οι υποχρεώσεις του κράτους είναι για τους τρίτους αλλά όχι απέναντι στους πολίτες του.
Υποτίθεται όλα αυτά γίνονται για το καλό μας.
*Ο Νίκος Βίττης είναι ειδικός επιστήμονας στον Συνήγορο του Πολίτη