Συνεχίζοντας την καταγραφή από το http://gatzogiannis.blogspot.com/2012/01/blog-post_12.html όπως την ξεκινήσαμε εδώ ,ας δούμε αρχικά τι ορίζει η οδηγία του θέματος και ποιόν ρόλο μπορεί να παίξει ο κλάδος της δασοπονίας - δασολογίας. Η οδηγία περιληπτικά:
- Προσδιορίζει τύπους οικοτόπων προτεραιότητας και επισημαίνει τα χαρακτηριστικά και τις αξίες του φυσικού περιβάλλοντος που απειλούνται με υποβάθμιση και καταστροφή.
- Επιβάλλει απογραφή και νομοθετική κατοχύρωση της προστασίας των οικοτόπων.
- Επιβάλλει την υποχρέωση αξιολόγησης και εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων για δράσεις που αναπτύσσονται εντός και στον περιβάλλοντα χώρο των οικοτόπων.
- Επιβάλλει την υποχρέωση αποτελεσματικής διοίκησης και διαχείρισης.
- Αποδεσμεύει σημαντικά κονδύλια για τους σκοπούς αυτούς.
Μια πρώτη ματιά δείχνει ότι η οδηγία αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει ευκαιρία για μια περιβαλλοντικά προσανατολισμένη διαχείριση των δασών. Όμως την ευκαιρία αυτή κατά ένα μέρος τη χάσαμε όταν η δημιουργία και χαρτογράφηση του δικτύου Natura έφυγε από την ευθύνη των Δασικών Υπηρεσιών και της δασολογικής επιστήμης και πήγε σε άλλους κλάδους που δικαιολογημένα προσδιόρισαν στη συνέχεια και τις εξελίξεις στο χώρο του φυσικού περιβάλλοντος της χώρας. Ένα αποτέλεσμα που παρατηρήσαμε πρόσφατα ήταν η προκήρυξη της μελέτης χαρτογράφησης περιοχών Natura2000 από την ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Α.Ε. Κατά καιρούς δε, οι εκάστοτε φορείς διαχείρισης των περιοχών αυτών έχουν επίσης χρηματοδοτηθεί και εκτελέσει αντίστοιχες χαρτογραφήσεις, ο καθένας για την περιοχή ευθύνης του.
Με βάση το δίκτυο Natura δρομολογούνται οι ακόλουθες εξελίξεις:
- Εκπόνηση Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών (ΕΠΜ) για περιοχές πολύ ευρύτερες των στενών ορίων των περιοχών Natura
- Έκδοση ΠΔ και κήρυξη των περιοχών αυτών ως προστατευόμενων (σύμφωνα με το Ν. 1650/86) με τη μορφή των Εθνικών πάρκων ή άλλων κατηγοριών ΠΠ. Μέχρι σήμερα έχουν κηρυχθεί ή βρίσκονται στη διαδικασία κήρυξης τεράστιες δασικές εκτάσεις, όπως είναι τα δάση της Βόρειας Πίνδου, του Έβρου, της Κεντρικής Ροδόπης, του Βορείου Γράμμου Καστοριάς κ.ά.
Αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής δεν είναι μόνο η κήρυξη κάποιας περιοχής ως προστατευόμενης αλλά και η δημιουργία ζωνών προστασίας και διαχείρισης που με τη μορφή πλέον χωροταξικού σχεδίου ρυθμίζονται κατά χώρο οι χρήσεις γης, οι προτεραιότητες διαχείρισης και οι περιορισμοί προστασίας.
- Για κάθε προστατευόμενη περιοχή (ΠΠ) καταρτίζεται ακολούθως κανονισμός λειτουργίας, ως εργαλείο για τον αναγκαίο περιβαλλοντικό έλεγχο.
- Ακολουθεί η συγκρότηση φορέων διαχείρισης για κάθε ΠΠ, υπαγομένων κατ΄ ευθείαν στο ΥΠΕΧΩΔΕ. Αρμοδιότητες αυτών ήταν στην αρχή ο περιβαλλοντικός έλεγχος εκ μέρους του ΥΠΕΧΩΔΕ, αλλά όμως στην πορεία μετεξελίσσονται σε φορείς ουσιαστικής διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών και κατ΄ επέκταση και των δασών που βρίσκονται εντός της περιμέτρου των. Και αυτό γιατί έχουν πλέον στη διάθεσή τους χρήματα (κυρίως της ΕΕ) που απευθύνονται στο φυσικό περιβάλλον και την προστασία του και είναι υποχρεωμένοι να διασφαλίσουν ενεργά την προστασία των περιοχών αυτών.
Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα, γιατί μέχρι τώρα είχαμε για παράδειγμα τους Δήμους να σχεδιάζουν έργα στα δάση, χωρίς να ερωτώνται οι ΔΥ, και τώρα έχουμε και τους φορείς διαχείρισης των ΠΠ. Όταν τίθεται το θέμα της αδυναμίας εκτέλεσης έργων στα δάση από φορείς εκτός της ΔΥ, τότε η λύση που προτείνεται είναι η ανάληψη της ευθύνης εκτέλεσης από τις ΔΥ των έργων που σχεδιάζει και προαποφασίζει ο φορέας, χωρίς συχνά τη σύμφωνη γνώμη των δασικών υπηρεσιών ή που αποφασίζονται έξω από τις διαδικασίες διαχείρισης των δασών.
Στην περίπτωση των προστατευόμενων δασών οι αρμοδιότητες των φορέων διαχείρισης ΠΠ της ομάδας Α είναι απολύτως συμβατές και αμοιβαία συμπληρούμενες με τις αντίστοιχες διαδικασίες σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων των Δασικών Υπηρεσιών.
Ενώ αυτές της ομάδας Β χαρακτηρίζονται από σοβαρές επικαλύψεις τόσο σε επίπεδο σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων όσο και σε επίπεδο εκτέλεσης, παρά το γεγονός ότι η ευθύνη υλοποίησης των εργων σε προστατευόμενα δάση παραμένει εκ του νόμου στις Δασικές Υπηρεσίες (Ν. 998/79).
Αυτή η διαδικασία, όπως γίνεται αντιληπτό, δεν μπορεί να συνεχίσει για πολλούς και ευνόητους λόγους. Αν όμως δεν περιοριστεί η αρμοδιότητα των φορέων στα ζητήματα της ενότητας Α (Εικ. 2) και συνεχίσει με την εκτέλεση έργων στα προστατευόμενα δάση και στις περιφερειακές ζώνες των ΠΠ, τότε δυο τινά μπορούν να συμβούν:
- να δημιουργηθούν αλλοπρόσαλλες και ανεξέλεγκτες καταστάσεις στη διαχείριση των πολυτιμότερων δασών της χώρας μας
- να παραιτηθεί ένας από τους δυο φορείς (η Δασική Υπηρεσία ή οι Φορείς διαχείρισης ΠΠ) από τη διαχείριση των προστατευόμενων δασών της χώρας ή, ακόμα, να απορροφηθεί ο ένας τομέας από τον άλλο.
Το πρόβλημα παρεμβατισμού βρίσκεται επομένως στο χαρακτηρισμό των φορέων ΠΠ ως φορέων «διαχείρισης» και στις αρμοδιότητές τους στον σχεδιασμό και την εκτέλεση έργων.
Το πρόβλημα αυτό οδηγεί σε επικαλύψεις αρμοδιοτήτων διαφορετικών φορέων του δημοσίου και κατά συνέπεια σε πλήρη αδυναμία αναζήτησης ευθυνών και αρμοδίων
Η λύση επομένως μπορεί να βρεθεί μέσα από μεταρρυθμίσεις στο δημόσιου τομέα. Και στην προκειμένη περίπτωση, δηλαδή εκεί όπου το έργο των φορέων ΠΠ αφορά κυρίως δασικά οικοσυστήματα, όπως πχ. στον Έβρο/ Δαδιά, Κ. Ροδόπη, Β. Πϊνδο, Γράμμο και αλλού, οι μεταρρυθμίσεις αυτές πρέπει να στοχεύουν στη μεταφορά των φορέων διαχείρισης ΠΠ από το ΥΠΕΧΩΔΕ στην Περιφέρεια και την μετατροπή τους σε Συμβούλια περιβάλλοντος, με αρμοδιότητες τη λήψη αποφάσεων και τη διατύπωση εισηγήσεων προς τον Γραμματέα της αντίστοιχης Περιφέρειας σε ζητήματα προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, περιβαλλοντικού ελέγχου και ζητήματα χωροταξίας στο φυσικό περιβάλλον, καθώς και σε θέματα περιφερειακής ανάπτυξης (βλ. επίσης Γκατζογιάννης 1999).