Είναι γενικά δύσκολο να γνωρίζει κάποιος εάν τα δασικά προϊόντα που αγοράζει προέρχονται από αειφορικές εκμεταλεύσεις. Οι δασικές πιστοποιήσεις έχουν δημιουργηθεί για να δώσουν μία μεγαλύτερη βεβαιότητα, αλλά ποιος είναι πραγματικά ο ρόλος τους; Όταν αγοράζει κάποιος ένα πιστοποιημένο προϊόν, βοηθάει τελικά το περιβάλλον;
Η σύντομη ιστορία της δασικής πιστοποίησης
Οι δύο διεθνείς δασικές πιστοποιήσεις - το Forest Stewardship Council (FSC) και το Program for the Endorsement of Forest Certifications (PEFC) - είχαν μια ενδιαφέρουσα πορεία κατά τα τελευταία 20 χρόνια. Υπάρχουν συχνά συνυφασμένες ερμηνείες και παρερμηνείες για το πώς κάθε μία από αυτές δημιουργήθηκε. Ανεξάρτητα, οι δασικές πιστοποιήσεις έχουν γίνει μια ισχυρή και ηγετική δύναμη στη μάχη για το περιβάλλον.
Σύμφωνα με τις περιβαλλοντικές ΜΚΟ, οι κυβερνήσεις απέτυχαν να συμφωνήσουν σχετικά με το πώς θα αντιμετωπίσουν την ταχεία αποψίλωση των δασών, κυρίως στις τροπικές περιοχές. Ως αποτέλεσμα, οι ΜΚΟ πρωτοστάτησαν και δημιούργησαν αυτό που πίστευαν ότι είναι ένα λειτουργικό παγκόσμιο σύστημα πιστοποίησης, το FSC. Ακόμα μια αφορμή, είναι ότι τα οικονομικώς φτωχά αλλά πλούσια σε δάση, τροπικά κράτη, αρνήθηκαν να υποκύψουν στις πιέσεις των ΜΚΟ της δύσης, και έτσι αναγκάστηκαν να δημιουργήσουν ένα πρότυπο για τη δασοκομία που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως κάποιας μορφή εμπορικού φραγμού απέναντί τους.
Οι ακαδημαϊκοί αμφισβητούν το ρόλο και την αποτελεσματικότητα των διεθνών πιστοποιήσεων για τα δάση. Λένε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πιστοποιητικών που έχουν εκδοθεί, αφορούν δάση που βρίσκονται στα οικονομικώς πλούσια κράτη των εύκρατων και ψυχρών περιοχών και όχι τις φτωχές τροπικές χώρες, όπου λαμβάνει χώρα και η μεγαλύτερη αποψίλωση των δασών .
FSC, PEFC: ποια είναι η διαφορά;
Υπάρχουν μόνο δύο διεθνή συστήματα για τη δασοκομία. Το πρώτο και το πρωτότυπο είναι το FSC. Ξεκίνησε το 1992, ως επί το πλείστον από μια ομάδα περιβαλλοντικών ομάδων της Βόρειας Αμερικής με το WWF στις ΗΠΑ ως κινητήρια δύναμη. Το FSC, σε γενικές γραμμές, είναι μία από πάνω προς τα κάτω προσέγγιση για τη δασική πιστοποίηση. Ο Corey Brinkema - πρόεδρος του FSC των ΗΠΑ - είπε σε ένα συνέδριο της Αυστραλιανής δασικής βιομηχανίας στη Μελβούρνη το περασμένο έτος ότι το FSC έχει μια σειρά από κατευθυντήριες αρχές σχετικά με το τι είναι αειφορική δασοκομία. Είπε ότι η επιθετική δράση των ΜΚΟ, όπως των WWF και Nature Conservancy, ασκούν πίεση στις εμπορικές οργανώσεις ώστε να αφομοιώσουν το καθεστώς του FSC.
Το PEFC υπάρχει επίσης από τα μέσα της δεκαετίας του 1990. PEFC ονομάστηκε αρχικά το Pan European Forestry Certification, αλλά το 1998 άλλαξε το όνομά του για να αντικατοπτρίζει τον αυξανόμενο διεθνή ρόλο και μέθοδο του. Το PEFC είναι ένα σύνολο αρχών για αειφορικές δασοκομικές πρακτικές. Αντί να είναι μια πιστοποίηση, το PEFC είναι μια μετα-τυποποίηση που πιστοποιεί την ποιότητα των τυχόν εθνικών συστημάτων δασικής πιστοποίησης. Υπάρχουν επί του παρόντος 167 εθνικά δασοκομικά συστήματα σε όλο τον κόσμο. Ορισμένα εθνικά συστήματα είναι πολύ ισχυρά, ενώ άλλα καλύπτουν μόνο κάποιες βασικές παραμέτρους των ορθών δασοκομικών πρακτικών. Το PEFC υποστηρίζει τα εθνικά συστήματα που μπορούν να επιτύχουν ένα υψηλό επίπεδο απόδοσης με βάση τις αρχές που καθορίζονται από το PEFC στη Γενεύη. Επί του παρόντος, 37 εθνικά συστήματα έχουν υπογράψει με το PEFC, με 35 να έχουν επιτύχει πλήρης αναγνώριση. Η Κίνα και η Ουρουγουάη έχουν πρόσφατα υπογράψει με το PEFC, αλλά δεν έχουν ακόμη αναγνωριστεί και ως εκ τούτου δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν το όνομα και το λογότυπο του PEFC. Η επίτευξη πλήρους αναγνώρισης PEFC δεν είναι ένα απλό έργο.Σύμφωνα με Kayt Watts, Διευθύνων Σύμβουλο της Australian Forest Standard χρειάστηκαν οκτώ χρόνια για να αναπτυχθεί το Αυστραλιανό πρότυπο και επιπλέον τρία χρόνια για να αποκτηθεί η πλήρης αναγνώριση του PEFC. Άλλα εθνικά συστήματα χρειάζονται αντίστοιχα τόσο χρόνο για να ελιχθούν μέσα από τη διαδικασία της αναγνώρισης.
Δύο μέτρα και δύο σταθμά για τα δάση
Υπήρξαν μια σειρά από συγκρίσεις των δύο πιστοποιήσεων, FSC και PEFC. Ωστόσο, οι διαφορές δεν είναι και τόσο μεγάλες, σε σημείο που πολλές κυβερνητικές αρχές και άλλοι φορείς σε όλο τον κόσμο να τις θεωρούν ίδιες.
Μία σημαντική διαφορά είναι ότι το FSC προσπαθεί να εφαρμόσει ένα ενιαίο πρότυπο σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ το PEFC είναι ευέλικτο με τα εκάστοτε εθνικά χαρακτηριστικά κατά την πιστοποίηση των υφιστάμενων εθνικών συστημάτων.Όσον αφορά το μέγεθος, το PEFC καταλαμβάνει τη διπλάσια δασική έκταση σε σχέση με την πιστοποίηση του FSC.
Η αλήθεια είναι ότι τα δάση σε όλο τον κόσμο δεν είναι το ίδιο. Οι δασοκομικές πρακτικές στα εξαιρετικά κρύα αρκτικά δάση, όπου αναπτύσσονται πολύ αργά μακρόϊνα κωνοφόρα (με μαλακό ξύλο) δέντρα, είναι εντελώς διαφορετικές από αυτές που εφαρμόζονται στις τροπικές περιοχές, όπου αναπτύσσονται κατά κανόνα πλατύφυλλα (σκληρόξυλα) με βραχείες ίνες δέντρα. Οι μεγάλης κλίμακας δασικές μονοκαλλιέργειες είναι καλύτερα που χρησιμοποιούνται σε περιοχές όπου η ανάπτυξη των δέντρων είναι εξαιρετικά ταχεία, όπως στις τροπικές περιοχές. Δεδομένου ότι η απόδοση της ξυλείας ανά εκτάριο είναι εξαιρετικά υψηλό, αυτό σημαίνει ότι μόνο μικρές εκτάσεις πρέπει να αποψιλωθούν σε κάθε κύκλο συγκομιδής. Στην περίπτωση των βραδέως αυξανόμενων εύκρατων ή αρκτικών δέντρων, οι δασοκομικές τεχνικές διαχείρισης λειτουργούν καλύτερα. Παρά το γεγονός ότι μεγαλύτερο μέρος της γης θα πρέπει να αποψιλωθεί προκειμένου να παραχθεί ο ίδιος όγκος ξύλου, η καλή διαχείριση των μεθόδων της επιλεκτικής αποψίλωσης διασφαλίζουν ένα βιώσιμο οικοσύστημα και ποιότητα του εδάφους.
Ωστόσο, παρά τις τεράστιες διαφορές στις δασοκομικές τεχνικές διαχείρισης σε όλο τον κόσμο, τα δύο συστήματα φαίνεται να ικανοποιούν με επιτυχία τις απαιτήσεις της αειφορικής διαχείρισης τω.
Λειτουργεί η πιστοποίηση για τις αναπτυσσόμενες χώρες;
Σε γενικές γραμμές οι δασικές πιστοποιήσεις λειτουργούν ως ένας μηχανισμός μεταξύ της κυβέρνησης και των επιχειρήσεων για να εξασφαλίσει ότι τα προϊόντα ξυλείας καλλιεργούνται, συλλέγονται, υποβάλλονται σε επεξεργασία και πωλούνται σύμφωνα με τις αρχές τις αειφορίας. Ο μέσος άνθρωπος, μέχρι σήμερα, είναι απρόθυμος να πληρώσει την πρόσθετη αξία του πιστοποιημένου προϊόντος. Αυτό θέτει ένα ζήτημα για τις αναπτυσσόμενες περιοχές που έρχονται στο διεθνές εμπόριο ξυλείας. Οι εθελοντικές πιστοποιήσεις όπως το FSC και το PEFC είναι δαπανηρές. Είναι δύσκολο για τις φτωχές χώρες στον αναπτυσσόμενο κόσμο να χρηματοδοτήσουν τις πιστοποιήσεις, εν αντιθέσει με τους προμηθευτές από τα καθιερωμένα έθνη, που έχουν μια διαφορετική κλίμακα οικονομίας και ως εκ τούτου δεν αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα κόστους για να πάρουν πιστοποιήσεις. Αυτό το σημείο έχει επισημανθεί από τους ερευνητές σχετικά με τις πιστοποιήσεις. Λειτουργεί δε προσθετικά στην πρόταση ότι οι πιστοποιήσεις μπορούν να λειτουργήσουν ως εμπόδια στο εμπόριο των αναπτυσσόμενων χωρών. Επιπλέον σε αυτό το σημείο, το FSC δεν πιστοποιεί εύκολα δάση που έχουν φυτευτεί μετά το 1994 και το γεγονός ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες άρχισαν την εκβιομηχάνιση της ξυλείας τους στα μέσα έως τα τέλη της δεκαετίας του 1990, υποστηρίζει επιπλέον την πρόταση ότι οι πιστοποιήσεις μπορεί να λειτουργήσουν ως εμπορικός φραγμός.
Οι Frederick List και Ha-joon Chang τόνισαν ότι οι αναπτυγμένες χώρες έχουν ουσιαστικά "κλωτσήσει μακριά τη σκάλα", αφαιρώντας τις ευκαιρίες για τις φτωχές χώρες να επιτύχουν το ίδιο επίπεδο ανάπτυξης, όπως τα πλούσια δυτικά κράτη.
Πιστοποίηση που έχει αντικατασταθεί από το νόμο
Οι πιστοποιήσεις δασών μπορεί να αμφισβητηθούν στο μέλλον, ή η σημασία τους μπορεί να μειωθεί με την πάροδο του χρόνου και με την εισαγωγή των διεθνών νόμων σχετικά με την εξαγωγή και την εισαγωγή παράνομων προϊόντων ξυλείας. Λιγότερο από το 10% της συνολικής δασικής έκτασης του πλανήτη καλύπτεται από πιστοποιήσεις. Η αντιμετώπιση της νομιμότητας του διεθνούς εμπορίου ξύλου μπορεί να είναι η πλέον ενδεδειγμένη μέθοδος για την αντιμετώπιση των ανησυχιών της δασοκομίας.
Η αποψίλωση των δασών είναι ένα μείζον πρόβλημα, ωστόσο, η πραγματικότητα είναι ότι η γη έχει εκκαθαριστεί για μια σειρά από επιτακτικούς λόγους. Η οικονομική ανάπτυξη για τις φυτείες και το φοινικέλαιο λαμβάνουν προφανώς μια μεγάλη κάλυψη από τα ΜΜΕ. Ωστόσο, το ποσοστό της δασικής γης που απαλλωτριώνεται ετήσια στον αναπτυσσόμενο κόσμο για την παραγωγή τροφίμων είναι πολύ σημαντικό και καλύπτει μια θεμιτή ανάγκη σε περιοχές με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης των πληθυσμών.
Η πολυπλοκότητα του θέματος της δασοπονίας αντιμετωπίζεται μόνο μερικώς από τις διεθνείς πιστοποιήσεις δασών.
Τι συμβαίνει στην Ελλάδα;
Στην Ελλάδα, από αυτό που φαίνεται, δεν υπάρχει ενδιαφέρον, ούτε για την αγορά πιστοποιημένης ξυλείας, ούτε και για την πώληση. Αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει ούτε ένα πιστοποιημένο δάσος στην Ελλάδα που να παράγει πιστοποιημένη ξυλεία. Σύμφωνα όμως με μία πρόσφατη μελέτη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 7 στους 10 Έλληνες καταναλωτές (και όχι ο μέσος καταναλωτής όπως λανθασμένα αναφέρθηκε) είναι διατεθημένοι να πληρώσουν από ένα επιπλέον 5 έως 10% στην τιμή ενός προϊόντος για να αγοράσουν πιστοποιημένο δασικό προϊόν. Αυτό αποτελεί μία επανάσταση για την Ελληνική αγορά ξυλείας, που επί το πλείστον έμαθε να προωθεί την ξένη ξυλεία, παρά την ελληνική. Ίσως εδώ να βρίσκεται και ένας χώρος ανάπτυξης για τους Έλληνες δασοκτήμονες που θα μπορούν να προωθήσουν την πιστοποιημένη ξυλεία τους σε (πιθανόν) καλύτερη τιμή.
Πάρα ταύτα, ήδη το 2005 (εκ παραδρομής αναφέρθηκε το 1995) πραγματοποιήθηκε η πρώτη πιστοποίηση δάσους στην Ελλάδα και ειδικότερα στο Δασαρχείο Βυτίνας, στο Μαίναλο. Η πιστοποίηση αυτή πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο προγράμματος LIFE (LIFE99 NAT/GR/006481). Χάρη όμως στον εκπληκτικά ευκίνητο δημόσιο τομέα, ουδέποτε πωλήθηκε πιστοποιημένη ξυλεία από το Δασαρχείο Βυτίνας, διότι τα τιμολόγια δεν το ανέγραφαν και θα έπρεπε να τροποποιηθούν τα τιμολόγια που εκδίδονται από το Δασαρχείο. Πλέον, ρυθμίστηκε αυτό το θέμα και θα μπορεί το Δασαρχείο να πουλήσει πιστοποιημένη ξυλεία. Δυστυχώς όμως, δεν υπήρχε κατάλληλο κονδύλιο για την επιμήκυνση της πιστοποίησης, η οποία λήγει μετά από 5 χρόνια, με αποτέλεσμα το πρώτο πιστοποιημένο, με τυμπανοκρουσίες, δάσος της Ελλάδας να μην μπορέσει ποτέ να διαθέσει πιστοποιημένα προϊόντα και να λήξει η πιστοποίηση.
Αυτή τη στιγμή, θα μπορούσε η Δασική Υπηρεσία να πιστοποιήσει όλες τις δασικές της εκτάσεις, άλλωστε δεν χρειάστηκε καμία τροποποίηση στη λειτουργία του Δασαρχείου Βυτίνας για να λάβει την πιστοποίηση, αρκεί να είχε το απαραίτητο κονδύλιο για να χρηματοδοτήσει την εταιρεία που θα πραγματοποιούσε τον έλεγχο.
Το παραπάνω άρθρο, αποτελεί μία μετάφραση του άρθρου που βρίσκεται εδώ (http://theconversation.com/forest-certification-a-small-step-towards-sustainability-2394) και μία προσθήκη με το τί συμβαίνει στην Ελλάδα από τον γράφοντα.
ΥΓ. Να ευχαριστήσω τον Δρ. Κόλλια Λ. για την παρατήρησή του και να αναφέρουμε ότι η εργασία του που αφορά τα πιστοποιημένα δασικά προϊόντα είναι η "ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ ΞΥΛΟΥ ΑΕΙΦΟΡΙΚΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΖΟΜΕΝΩΝ ΔΑΣΩΝ", που εκπονήθηκε στο ΑΠΘ το 2012.