Του Σπύρου Ντάφη (από το περιοδικό
ΑΜΦΙΒΙΟΝ
, έκδοση του ΕΚΒΥ)
Ζούμε σε χώρα μεσογειακή, με άνιση κατανομή εποχικά, χρονικά και χωρικά των κατακρημνισμάτων (βροχές, χιόνια). Οι βροχές, αν εξαιρέσει κανείς τις οροσειρές της Βόρειας Ελλάδας (Βόρας, Ροδόπη) πέφτουν κυρίως το φθινόπωρο, τον χειμώνα και την άνοιξη, ενώ το καλοκαίρι κυριαρχεί ανομβρία (ξηρή περίοδος) από 3 έως και 6 μήνες. Στη Δυτική Ελλάδα, το ποσό των βροχοπτώσεων ανέρχεται σε 1.000 με 1.100 mm, στην οροσειρά της Πίνδου ξεπερνά τα 1.700 mm, στην Ανατολική Ελλάδα κυμαίνεται μεταξύ 500 – 700 mm, στο Βορειοανατολικό Αιγαίο και τη Χερσόνησο του Αγίου Όρους σε 700 – 800 mm, στην Αττική, τα νησιά των Κυκλάδων και την Ανατολική Κρήτη σε 400 – 500 mm, ενώ στα Λευκά Όρη της Δυτικής Κρήτης ξεπερνά τα 2.000 mm.
Στην Ελλάδα, με εξαίρεση την Αττική, τις Κυκλάδες και την Νοτιοανατολική Κρήτη, δεν λείπουν οι βροχές. Το πρόβλημα δεν δημιουργείται από το ύψος των κατακρημνισμάτων, αλλά από την άνιση κατανομή τους. Δηλαδή, πέφτει νερό όταν δεν το χρειαζόμαστε, με εξαίρεση τα χειμερινά δημητριακά και λείπει όταν το χρειαζόμαστε, δηλαδή το καλοκαίρι. Πέρα από την εποχική ανισοκατανομή παρατηρείται και το φαινόμενο της χρονικής ανισοκατανομής και της εμφάνισης περιόδων με ετήσιο ύψος βροχοπτώσεων πάνω από τον μέσο όρο (υγρές περίοδοι), όπως και περιόδων με ετήσιο ύψος βροχοπτώσεων κάτω του μέσου όρου (ξηρές περίοδοι).
Σύμφωνα με τον αστρονόμο – μαθηματικό Ι. Ξανθάκη, οι υγρές και ξηρές περίοδοι έχουν έναν κύκλο 11 ετών και ακολουθούν τον ενδεκαετή κύκλο της ηλιακής δραστηριότητας. Με την κλιματική αλλαγή, η οποία δεν είναι ante portas, αλλά intra portas, ο κύκλος εναλλαγής ξηρών και υγρών περιόδων γίνεται συχνότερος και εντονότερος.
Για όλους αυτούς του λόγους, η συνετή διαχείριση του διαθέσιμου νερού που συνδυάζεται και με τη συνετή διαχείριση των λεκανών απορροής είναι εκ των ων ουκ άνευ για την οικονομία του νερού. Οι άξονες των διαχειριστικών μέτρων που πρέπει να ληφθούν είναι τέσσερις:
Αύξηση του παραγόμενου και διαθέσιμου για τις ανθρώπινες ανάγκες νερού. Τα μέτρα αφορούν σε: α) αύξηση του παραγόμενου νερού με την ανύψωση των δασοορίων και την ενδεδειγμένη διαχείριση των λεκανών απορροής και β) αύξηση του διαθέσιμου νερού με την κατασκευή ταμιευτήρων.
Εκλογίκευση της χρήσης του διαθέσιμου νερού: α) με την προσαρμογή των καλλιεργειών στο διαθέσιμο υδατικό δυναμικό και β) με τη βελτίωση του τρόπου μεταφοράς του νερού και των μεθόδων άρδευσης, ώστε να εξασφαλίζεται η ελάχιστη δυνατή απώλεια. Η μεγαλύτερη κατανάλωση νερού (80% και πάνω του διαθέσιμου νερού) αφορά στη γεωργία.
Καθαρότητα (ποιότητα) του διαθέσιμου νερού. Δεν αρκεί να έχουμε ποσοτική επάρκεια νερού, πρέπει να υπάρχει και ποιοτική επάρκεια. Το διαθέσιμο νερό πρέπει να είναι ποιοτικά κατάλληλο για άρδευση ή για ύδρευση. Η προστασία από τη ρύπανση ή τη μόλυνση πρέπει να είναι βασικός σκοπός της διαχείρισης των υδατικών πόρων.
Ανακύκλωση του νερού. Με σωστή επεξεργασία (βιολογικό καθαρισμό), τα αστικά λύματα, τα λύματα μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων, αλλά και τα βιομηχανικά λύματα, εφόσον δεν περιέχουν τοξικές ουσίες ή βαρέα μέταλλα, μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν για πολλές χρήσεις, όπως άρδευση, ψύξη μηχανών κ.λπ. Με τον τρόπο αυτό, μπορούν να εξοικονομηθούν μεγάλες ποσότητες νερού, οι οποίες προστίθενται στο διαθέσιμο νερό.
Το παρόν άρθρο πραγματεύεται την πρώτη ομάδα μέτρων, δηλαδή την αύξηση της διαθέσιμης ποσότητας νερού, η οποία μπορεί να επιτευχθεί, όπως προαναφέρθηκε, με αναδασώσεις και με κατασκευή ταμιευτήρων.
Αναδασώσεις για αύξηση της παραγωγής και ταμίευση νερού
Το δάσος, λόγω της έκτασής του και του αυξημένου πορώδους του εδάφους του, δρα ως μία τεράστια δεξαμενή, ως ένας τεράστιος ταμιευτήρας, που ταμιεύει το νερό κατά τη διάρκεια των βροχών και το αποδίδει κατά τη διάρκεια της ξηρασίας. Ωστόσο, ένα σημαντικό ποσοστό των κατακρημνισμάτων (15 – 30%) συγκρατούνται από την κομοστέγη, τη φυλλωσιά του δάσους και εξατμίζεται χωρίς να φθάσει στο έδαφος, ενώ ένα άλλο ποσοστό (20 - 30%) καταναλώνεται για τις ανάγκες των δένδρων, των θάμνων και της παρεδαφιαίας βλάστησης.
Από την άλλη πλευρά, μειώνεται πολύ η εξάτμιση του εδάφους και η επιφανειακή απορροή, με αποτέλεσμα ένα σημαντικό ποσοστό του νερού (15 – 20%) να ταμιεύεται στο δασικό έδαφος και να τροφοδοτεί τους υπόγειους υδροφορείς. Αυτό καθιστά το δάσος έναν τεράστιο φυσικό ταμιευτήρα, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, ταμιεύει το νερό στη διάρκεια των βροχών και το αποδίδει στην περίοδο ανομβρίας.
Είναι επίσης γνωστό ότι τα κατακρημνίσματα αυξάνονται με το υψόμετρο και μάλιστα, όσο αυξάνεται το υψόμετρο, ένα μεγάλο μέρος των αυξημένων κατακρημνισμάτων πέφτει με τη μορφή χιονιού. Στα ακάλυπτα από δάσος μεγάλα υψόμετρα, ένα μεγάλο μέρος του χιονιού «παγώνει» και εξατμίζεται, ενώ το μεγαλύτερο μέρος λιώνει την άνοιξη, σχεδόν απότομα και απορρέει επιφανειακά, αυξάνοντας τις πλημμυρικές αιχμές και συμβάλλοντας στην αύξηση της διάβρωσης του εδάφους, λόγω της ταχύτητας απορροής του.
Το δάσος, λόγω του ψυχρότερου και υγρότερου ενδοδασικού κλίματος, παρατείνει το λιώσιμο του χιονιού κατά 3 – 4 εβδομάδες, με αποτέλεσμα να αποτρέπεται το απότομο λιώσιμο. Με αυτόν τον τρόπο, το νερό έχει τον χρόνο να διεισδύσει στο έδαφος και ένα μικρό μόνο μέρος του να απορρέει επιφανειακά. Αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία στην υδατική οικονομία.
Τα όρια του δάσους που καθορίζονται από το υψόμετρο λόγω της βαθμιαίας πτώσης της θερμοκρασίας, τα ψυχροόρια ή υψομετρικά δασοόρια, είναι στη χώρα μας κατά τουλάχιστον 150 – 200 μέτρα χαμηλότερα από τα φυσικά δασοόρια. Αυτό οφείλεται στην επί αιώνες άσκηση της νομαδικής κτηνοτροφίας, με τη μεταφορά των κοπαδιών κατά το τέλος Απριλίου (Αη Γιώργη) έως το φθινόπωρο (Αη Δημήτρη) από τα χειμερινά στα θερινά ορεινά βοσκοτόπια. Ιδιαίτερα έχουν χαμηλώσει τα δασοόρια στις νότιες πλαγιές όπου το χιόνι λιώνει αρκετά νωρίτερα σε σχέση με τις βορινές σκιερές πλαγιές. Η νομαδική κτηνοτροφία συνεχώς φθίνει, κυρίως για κοινωνικούς λόγους και το δάσος αρχίζει αργά, αλλά σταθερά, να κερδίζει το χαμένο έδαφος. Δίδεται, έτσι, μια τεράστια ευκαιρία να επιταχύνουμε την ανύψωση των δασοορίων, με τη φύτευση κατάλληλων ειδών, τα οποία υπάρχουν στην Ελλάδα, δηλαδή με ειδικές αναδασώσεις για την ανύψωση των δασοορίων κατά 150 – 200 μέτρα, με σκοπό την επιμήκυνση του χρόνου λιώσιμου του χιονιού και συνεπώς την αύξηση της παραγωγής και ταμίευσης νερού.
Μειονέκτημα του συγκεκριμένου σχεδίου είναι ότι τα αποτελέσματα αργούν να φανούν (15 – 20 έτη), κάτι, ωστόσο, που αντισταθμίζεται από το γεγονός ότι α) δεν θίγεται το περιβάλλον, β) δημιουργείται ένας φυσικός ταμιευτήρας τέλεια προσαρμοσμένος στο τοπίο, γ) όχι μόνο διατηρείται η βιοποικιλότητα, αλλά αυξάνεται και δ) ο φυσικός αυτός ταμιευτήρας έχει πολύ μεγάλη διάρκεια ζωής και συγχρόνως αποτρέπει τη διάβρωση του εδάφους η οποία είναι έντονη στα μεγάλα υψόμετρα.
Τεχνητοί ταμιευτήρες
Στη χώρα μας, υπάρχει μία προκατάληψη για την κατασκευή ταμιευτήρων, τεχνητών δηλαδή δεξαμενών ταμίευσης νερού. Ξεχνάμε, όμως, την άνιση χρονική κατανομή των βροχοπτώσεων και το γεγονός ότι η ροή των ορεινών ρεμάτων, αλλά και των ποταμών, είναι χειμαρρικού τύπου με υψηλή στάθμη και συχνά υπερχείλιση, με συνέπεια την πρόκληση πλημμύρων το φθινόπωρο, τον χειμώνα και κυρίως την άνοιξη, με το λιώσιμο του χιονιού και χαμηλή στάθμη έως εκμηδένιση της ροής κατά τους θερινούς μήνες. Συνεπώς, τα οικοσυστήματα που δημιουργούνται κατά μήκος αυτών των ρεμάτων είναι προσαρμοσμένα σε εναλλασσόμενες υδατικές συνθήκες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο καλύτερος και διασημότερος υγρότοπος της χώρας, η λίμνη Κερκίνη, δεν είναι τίποτε άλλο από ένας τεχνητός ταμιευτήρας που πέρα από την αναμφισβήτητη οικολογική σπουδαιότητά του, επηρέασε και άλλαξε την οικονομία του Νομού Σερρών. Επίσης το φράγμα του Ταυρωπού που δημιούργησε τη λίμνη Πλαστήρα, έναν επίσης τεχνητό ταμιευτήρα, άλλαξε προς το καλύτερο το τοπίο και το κλίμα της περιοχής και επηρέασε την οικονομία, όχι μόνο της στενής, παραλίμνιας, περιοχής αλλά και ολόκληρου του Νομού Καρδίτσας.
Η κατασκευή και λειτουργία ταμιευτήρων μπορεί να προσφέρει ποικίλα πλεονεκτήματα στην ανθρώπινη κοινωνία, όπως έλεγχο των πλημμύρων, αύξηση των διαθέσιμων αποθεμάτων νερού, παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από μία ανανεώσιμη πηγή όπως είναι το νερό, εξασφάλιση νερού για άρδευση και ύδρευση, ευκαιρίες αναψυχής, αλλά και περιβαλλοντικές ωφέλειες. Συνεπώς, η κατασκευή ταμιευτήρων, κυρίως σε παραπόταμους, προσφέρουν πολλαπλές ωφέλειες και συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη.
Βεβαίως, παράλληλα, εμφανίζονται και «παράπλευρες» συνέπειες. Η σοβαρότερη αφορά στο γεγονός ότι με την έναρξη της λειτουργίας του ταμιευτήρα, τα φερτά υλικά που διακινούνται με το ρεύμα που εφοδιάζει τον ταμιευτήρα, εγκλωβίζονται στον ταμιευτήρα, με αποτέλεσμα να χάνει βαθμιαία τη χωρητικότητά του. Επίσης, τα καθαρά νερά που τρέχουν από τον ταμιευτήρα έχουν αυξημένη παρασυρτική ικανότητα και μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές ζημιές στα πρανή του κατάντη ρεύματος. Αυτό ισχύει κυρίως για μεγάλα φράγματα.
Για να αποφευχθεί ο κίνδυνος πρόσχωσης του ταμιευτήρα από τα φερτά υλικά τα οποία μειώνουν, τόσο την ταμιευτική ικανό τητα, όσο και τη διάρκεια ζωής του ταμιευτήρα, η κατασκευή τους πρέπει να συνδυάζεται με τη διευθέτηση των συμβαλλόντων χειμάρρων της περιοχής, με τη συγκράτηση των φερτών υλικών στην επιφάνεια της συλλεκτήριας λεκάνης, με φυτοκομικά κυρίως έργα (αναχλοάσεις, αναθαμνώσεις και αναδασώσεις), καθώς και με μικρά τεχνητά έργα συγκράτησης και καταπολέμησης της διάβρωσης.
Η κατασκευή ταμιευτήρων σε παραπόταμους ποταμών μπορεί να συνδυασθεί με την κατασκευή μικρών, πολλαπλών υδροηλεκτρικών σταθμών. Σε ένα ρέμα μπορούν να κατασκευασθούν περισσότεροι από δέκα μικροί ταμιευτήρες, με ανάλογη κατασκευή μικρών υδροηλεκτρικών σταθμών ισχύος 1 – 5 MW. Η πρόκληση της σύγχρονης διαχείρισης ρεμάτων και ποταμών δεν είναι πρόβλημα τεχνικό (έλεγχος ρεμάτων και ποταμών), αλλά καθαρώς διαχειριστικό. Αφορά, δηλαδή, στον τρόπο διαχείρισης του νερού μέσα από αντικρουόμενες – ανταγωνιστικές χρήσεις, διατηρώντας ταυτόχρονα τις περιβαλλοντικές ωφέλειες (υπηρεσίες).
Στην Ελλάδα, η λύση του υδατικού προβλήματος σε ό,τι αφορά την αύξηση της παραγωγής και ταμίευσης νερού, βρίσκεται στον συνδυασμό των αναδασώσεων, με ανύψωση των δασοορίων και στην κατασκευή ταμιευτήρων που συνδυάζονται με την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, με την παράλληλη λήψη μέτρων διευθέτησης των χειμάρρων και σταθεροποίησης των συλλεκτήριων λεκανών. Είναι Βεβαίως αυτονόητο, όσον αφορά στους ταμιευτήρες, ότι δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να κατασκευάζονται σε περιβαλλοντικά ευαίσθητες, προστατευόμενες περιοχές, όπως σε Εθνικούς Δρυμούς, σε περιοχές του Δικτύου NATURA 2000 ή σε περιοχές που έχουν ανακηρυχθεί ως Τοπία Ιδιαίτερου Κάλλους.